Πέλοπος
Νήσος, Πέλοπος γη
και
η γη της Λακωνίας, εγέννησε τον Λυκούργο,
τον
Αγησίλαο, τον Λεωνίδα, τον Τυρταίο,
και
εγέννησε τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο,
και
δεν σταμάτησε από τότε να γεννά.
Τζαί απ΄ταν ούρα έντανι, απ΄ετίνα
ταν κορφά,
αβάρετε
εμπαιτσε ο ήλιε άκειρε τσε έκι ατσεραίνου
τσαί
γεννάτ΄η Λακωνία.
τσαί
γεννάταϊ Θέατρα,
τσαί
γεννάταϊ σχολεία
ο τσερέ
εδροσίε τσαί θυτρούκαϊ δεντζικά
οι νυγδαλίε εμπαλίκαϊ τα άνθη τσαί ο τόπο,
έκι
γιομάτε από εάτου τσαί δεντζικά,
το
φεγγάρι έκι γυαλίζουντα τσαί σα βασίλισσα,
έκι
κασημένα το παναθούζι τσαί εκι τσεντούα
τσαί έκι
σαν άνοιξη΄πε ά γη ανθίζα τσαί λουλουδίζα,
ο ήλιε
έκι φουϊκίχου του κορφέ του σίνοι,
ο ουρανέ
έκι ολόχζυσε,
φωνέ από
‘ωγί, φωνέ απ’ πά τσαί α χελιδόνα,
έκι
κασιμένα τα φωλία σι
τσε εκι
χσιονίχα τα πουλάντζα σι.
Έκι
ονοιάζου ο τόπο μεταξωτέ ζούχο
τσε όα
ήγκι τραγουδούντα,
οι
γουναίτζε, οι σατέρε, οι τσέλλε,
τσαί με χαρά
άγκαϊ του σίνοι
τσαί με
τουρ Αναραϊδε τσάχουντε,
ο αετέ, αγροϊστέ τάνου τον ήλιε,
Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
Και από την ώρα
αυτή, από κείνη την κορυφή, ακούραστος βγήκε ο ήλιος άπειρος και μεγάλωνε και
γεννήθηκε η Λακωνία, και γεννήθηκαν θέατρα, και γεννήθηκαν σχολεία, ο καιρός
εδρόσισε και φύτρωσαν δέντρα, οι μυγδαλιές έβγαλαν τα άνθη και ο τόπος, ήταν
γεμάτος από έλατα και κέδρα, το φεγγάρι γυάλιζε και σαν βασίλισσα, καθόταν στο
παράθυρο και κεντούσε, κι ήταν σαν άνοιξη που η γη ανθίζει και λουλουδίζει, ο
ήλιος φώτιζε τις κορυφές των βουνών, ο ουρανός ήταν ολόχρυσος, φωνές από δω,
φωνές από κει κι η χελιδόνα, κάθεται στη φωλιά και ζεσταίνει τα πουλάκια της.
Έμοιαζε ο τόπος μεταξένιο ρούχο, και όλα τραγουδούσαν, οι γυναίκες, οι
θυγατέρες, τα σπίτια και με χαρά πήραν τα βουνά και με τις Νεράιδες τρέχουν, ο
αετός καβάλα πάνω στον ήλιο,
χορέγγουντε τσαί τραγουδούντε,
ενέντζε κρασί καλέ τάνου του τζεράμου
τζαί οι τζέλλε,
ετάκχαϊ τσ’ εμποίκαϊ μετάνοιε τάν ιγή.
Έντενι ο τόπο ένι θεόρατε τσαί ουρανέ
αραμάτζε αποσαουτέ,
τσαί ο αυγερινέ τσαί γιούρε τα μιτσά άσα
τζαί το φεγγάρι, έκι τσάχουντα ένα γιούρε τάν αυλή
ξικάζουντα ένα γιούρε.
Σαν λίμνα έκι ήσυχο α θάσσα τσαί εφορέτζε
άβα είδητα τσαί εμπαήτζε τάτσου του χούρε,
εμπαήτζε τάνου τάν κορφά του δεντζικού
μ’ ένα κοτσινέ ταγάρι τζαί νία γουλία κρασί
τσαί για έτενι το τόπο,
εβαλήτζε το θεό (ε)γγιτή.
Τσαί ο τόπο έκι νιοάζου ασημένιε, γιαμαντένιε,
τσαί γεννάτε φως Ελληνικό, α λέξε, αμπάδα,
κάθε ογής λύχινε,
τζαί τραγουδούντε εμαζούταϊ προυτέσε τα κ(χ)άρα,
μιτσοί, ατσοί τζαί γέρουντε,
Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
χορεύοντας και
τραγουδώντας, έφερε κρασί καλό επάνω στα κεραμίδια και τα σπίτια, σηκώθηκαν κι
έκαναν μετάνοιες στη γη. Αυτός ο τόπος είναι θεόρατος κι ο ουρανός έμεινε
άφωνος, και ο Αυγερινός και γύρω τα μικρά άστρα, και το φεγγάρι, έτρεχε γύρω
στην αυλή κοιτάζοντας γύρω. Σαν λίμνη ήταν ήσυχη η θάλασσα και φόρεσε άλλα
ρούχα και βγήκε έξω στα χωράφια, ανέβηκε επάνω στην κορυφή του δέντρου, μ’ ένα
κόκκινο ταγάρι και μια γουλιά κρασί, και για τούτον το τόπο έβαλε τον Θεό
εγγυητή. Και ο τόπος έμοιαζε ασημένιος, διαμαντένιος, και γέννησε φως Ελληνικό,
λέξεις, λαμπάδα, κάθε λογής λυχνάρι, και τραγουδώντας μαζεύτηκαν μπροστά στη
φωτιά, μικροί, μεγάλοι και γέροντες.
μαζούταϊ τα θυμάζια, οι κουμαρίε, οι ατσιμπντάνου
οι έατοι, τα κραματόφυα,
τζαί α κχάρα αμπρούτζε
τσαί πέτσε το φεγγάζι τον ήλιε,
έα να ντι θιλήου τσαί θήλιμοι τσε εκιού,
τσαί το φως, άντζε του χέρε σοι το θυνιατέ
για να θυνιακίση τον άντε ταρ α μέρα
τσαί ταν ίδε ούρα,
οι πέτζικε ήγκιαϊ δροσισκουμένοι σ’ ένα ρυάτζι
τσαί ‘πο τηνανί το (χ)σίνα , το Μαλεβό,
αμάραντε έκι τσάχουντα το φως σαν αντίδερε
τσαί το άτσι με το αφρέ από τα θάσσα
ήγκιαϊ νοιάζουντα μαζί σα τσίποι τσαι ανυφάντρα
τσαί το φάσιμο α βαφή από τον ουρανέ.
Οπά πέρε, οπά τάνου,
ούνι γεννατοί ποτέ προδότε, μονάχα Έλληνες.
τσαί όα ήγκιαϊ χορέγγουντε
τζαί όα ήγκιαϊ τραγουδούντε
τσαί όα ήγκιαϊ φωνιάντουτε,
α γρούσσα νάμου ένι του Θεού
α γρούσσα νάμου ένι Ελληνική
α γρούσσα νάμου ένι αιώνια…
καούρ εκοκιάτε.
Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
μαζεύτηκαν τα
θυμάρια, οι κουμαριές, τα σφεντάμια, τα έλατα, τα κληματόφυλλα, και η φωτιά
εφούντωσε, και είπε το φεγγάρι τον ήλιο, έλα να σε φιλήσω και φίλησέ με κι εσύ
και το φως, πήρε στα χέρια του το θυμιατό για να θυμιατίσει τον άρτον τον
επιούσιο και την ίδια ώρα, οι πέρδικες δροσίζονταν σ’ ένα ρυάκι και από κείνο
το βουνό, τον Μαλεβό, αμάραντο έτρεχε το φως σαν αντίδωρο, και το αλάτι με τον
αφρό από τη θάλασσα, έμοιαζαν μαζί σαν κήπος και υφάντρα και το υφάδι, το χρώμα
απ’ τον ουρανό. Εκεί πέρα, εκεί πάνω, δεν γεννήθηκαν ποτέ προδότες, μονάχα
Έλληνες. Και όλα χόρευαν, και όλα τραγουδούσαν και όλα φώναζαν, η γλώσσα μας
είναι του Θεού, η γλώσσα μας είναι Ελληνική, η γλώσσα μας είναι αιώνια, καλώς κοπιάσατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου