1 - Ίτε παίδες Ελλήνων


Κατάλογος γλωσσικών ιδιωμάτων και διαλέκτων της Ελλάδος
που εμπεριέχονται στην ποιητική συλλογή




ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ:
Ελληνική (Κοινή)
Δημοτική
Καθαρεύουσα

ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ:
Αρχαία Αττική (Αττική)
Κρητική (Κρήτη)
Κυπριακή (Κύπρος)
Τσακωνική (Αρχαία δωρική - Λακωνία)
Ποντιακή (Πέλλα)
Καππαδοκική (Φαρασιώτικο γλωσσικό ιδίωμα – Δράμα)

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ - ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΕΣ

Δωδεκανήσων / Κυκλάδων / Σποράδων / Ναυτικό / Κερκυραϊκό / Ζακυνθινό / Μεσσηνίας / Αρκαδίας/ Αργολίδας / Κορινθίας / Αχαΐας/ Πελοποννησιακό (γενικά) / Βοιωτίας / Εύβοιας (Διστόμου και Αράχοβας) / Φωκίδας (Τσοπάνικο γλωσσάρι. Λιδορίκι) / Αιτωλοακαρνανίας / Φθιώτιδας / Ευρυτανίας (γλωσσάρι Καρπενησίου) / Μαγνησίας (Ντοπιολαλιά και Πηλιορείτικο ιδίωμα) / Λάρισας (ιδίωμα Ανατολικής Ρωμυλίας) / Καρδίτσας / Τρικάλων Θεσσαλικό (γενικά) / Άρτας / Ιωαννίνων / Πρέβεζας / Θεσπρωτίας / Ηπειρώτικο (γενικά) / Πιερίας (Μπανιώτικο, Κίτρος Πιερίας) / Γρεβενών / Κοζάνης (Μικροβαλτινό Κοζάνης) / Καστοριάς (Γέρμα Καστοριάς) / Φλώρινας (Βλάχικο με Ομηρικές, Βυζαντινές και νεοελληνικές λέξεις) / Ημαθίας (Ρουμούλκι Ημαθίας) / Κιλκίς / Θεσσαλονίκης / Χαλικιδικής (Παλαιοχώρι Χαλικιδικής) / Σέρρες (Νέο Σούλι Σερρών) / Καβάλας (Ιδίωμα Καβάλας και Θασίτικο γλωσσάρι) / Μακεδονίας (γενικά) / Ξάνθης (ιδίωμα της γλώσσας Ρομάνι. Κιμμέρεια Ξάνθης) / Ροδόπης (Πομακικό γλωσσικό ιδίωμα) / Έβρου (Θρακιώτικο – Βυζιώτικο Γλωσσικό ιδίωμα) / Κωνσταντινούπολη - Πολίτικο ιδίωμα και, (λεξιλόγιο Αρχαίων, Βυζαντινών, και φράσεων νεοελληνικής.


Περί αληθείας


Ούκ ενδέχεται προς ταυτόν ύδωρ τα πάντα ειπείν, αλλά τη αληθεία χρώμαι Θεού αίσαν. Πάσαν ήημι γλώσσαν και μετά παρρησίας τους λόγους ποιούμαι, παντί σθένει και αεί της αυτής γνώμης έχομαι. Δαιμόνιόν τι τίθεμαι και δεός ίσχω μηδέν. Ελλάδα γλώσσαν ήημι ως ιερά δόσις  και κοινωνίαν ποιούμαι τινός πάση κομιδή. Την μνείαν περί τινός αποδίδωμι και χρώμαι ολολυγή. Ο κρίσσων λόγος, ο κραστιστέλτων λόγος εστί ο Ελληνικός και ωσάν ανάσχεσις ηλίου, ανέχω φάος. Αποδίδω χάριν τινί ούκ απορήσας και αποτίθεμαι βραδύτητα και ραθυμίαν. Άρτια βάζω, το εξ εαυτού βλεπόμενον. Φάος δέδορκε και εμπίπλημι την ψυχήν έρωτος δια έτυμο λόγο. Ευπορώ ότι λέγω δια κλέος ευρύ θαυμαστός ως σφόδρα δια θαυμάτων κρείσσοντα και γάρ ούν ο χρόνος καθήκει αυταίς λέξεσι προς το λιπαρές ίνα μένω επί τω αληθεί. Θεών πίστεις όμνυμι ότι περί του σύμπαντος αιώνος είς εστί ο αληθές λόγος ωσάν αρόσιμος γύα,  ο Ελληνικός. Γιγνώσκετε ότι εστί η εμφύλιος γη και άφθιτον πύρ, εστί τεθαλυία αλωή και τα υμετέρ’ αυτών κομιείσθε.

Αρχαία Αττική διάλεκτος: Δεν είναι δυνατόν να πει κανείς τα πάντα με έναν λόγο, αλλά την αλήθεια λέω κατά την απόφαση του Θεού. Μιλώ χωρίς φόβο και περιορισμό, μιλώ ελεύθερα με όλη τη δύναμη κι επιμένω πάντοτε στην ίδια γνώμη. Θεωρώ κάτι Θεϊκό και δεν έχω κανέναν φόβο. Μιλώ την Ελληνική γλώσσα σαν δώρο Θεού και μοιράζομαι κάτι με κάθε προσοχή. Αναφέρομαι σε κάτι κραυγάζοντας δυνατά. Ο ανώτερος λόγος, ο άριστος λόγος, είναι μόνον ο Ελληνικός και σαν την ανατολή του ηλίου, κρατώ ψηλά το φως. Αποδίδω ευγνωμοσύνη σε κάποιον χωρίς δισταγμό και αποφεύγω τη βραδύτητα και τη νωθρότητα. Λέω τα πρέποντα, το αυταπόδεικτο. Έλαμψε το φως και γεμίζω την ψυχή με επιθυμία για αληθινή διήγηση. Έχω πάρα πολλά να πω για μεγάλη δόξα κατά τρόπο πολύ θαυμαστό, για πράγματα ανώτερα θαυμάτων και γι’ αυτό ακριβώς, φτάνει ο χρόνος λέξη προς λέξη, ένθερμα να επιμένω στην αλήθεια. Ορκίζομαι στο όνομα των Θεών ότι αιώνια ένας είναι ο αληθινός λόγος σαν καρποφόρα μήτρα, ο Ελληνικός. Γνωρίστε ότι είναι η γενέτειρα γη και η αθάνατη φωτιά, ότι είναι ανθηρός αμπελώνας, και θα έχετε πράξει το καθήκον σας.

*********************************

 

Η ώρα η Πρώτη  (Η αρχή)




Πριν τον Αισχύλο, πριν τους Πέρσες
πριν τη Σαλαμίνα και προ Χριστού,
πολύ προ Χριστού λες και ο Περβολάρης,
το πρώτο πράγμα που είχε στο νου του
ήταν Ελλάδα, φως, φως Ελληνικό…
Κι έτσι ξεκίνησε βάζοντας τον πρώτο σπόρο

γι’ αυτό στην αρχή, η ώρα η πρώτη, ήταν το φως.


Και η ώρα η δεύτερη, για τους αγγέλους.
Η ώρα η δεύτερη για το λευκό
για το πέταγμα, για τη σκοπιά, για τον έλεγχο
για τη ασφάλεια και διαφύλαξη της σποράς.
Κι έγινε η βροχή, έγιναν τα ρυάκια
έγιναν τα ποτάμια, οι θάλασσες,
υγράθηκαν τα χωματένια χείλη
κι έτρεμε η γης στην πρώτη την ανάσα,
και χαίρονταν το άσπρο
και χαίρονταν το λευκό
και όλα φώναζαν…
«Ίτε παίδες Ελλήνων»

*********************************


Η ώρα η Τρίτη   (Η Κρήτη)



Και καταμεσής στο πέλαγος
σχηματίστηκε το χώμα από φως,
μεγάλωσεν ο σπόρος κι έγινε γη
έγινε χώρα, έγινε Ελλάδα
και στις πρώτες ρίζες, εμφανίστηκε η Κρήτη…

Κι ακάτεχο το γαλανό κοιτούσε τα ψιχαλίδια
που έδιναν ανάσες στα ριζωτά
λες κι ήταν των άστρωνε ραέτι,
για το αύριο, για το σήμερα, για το πάντα.
Κι αγάλι κεντούσανε μ’ αθιβολή τ’ αλάτσι
αντάμα με το κύμα για να κρατήσει αιώνες
και να ‘ναι αμάλαγο το χώμα απ’ το φως,
σαν ο πρώτος αποκλαμός της σκέψης
ο πρώτος ασκιανός στο γαλάζιο
ο πρώτος αροδαμός στη βούργια του φλοίσβου,
ο πρώτος βρούχος της γέννησης
δίχως γιαγερμό, γιάντα…
Θα έρχονταν κι ώρα η τέταρτη,
κι έμοιαζε ο τόπος διοματάρης
σαν αρχιπάρθενη ερωτιά
σαν ορδινιά για γιορτάσι
κι έμοιαζε τούτο το χώμα, φάλι του άσπρου,


Κρητική διάλεκτος
ακάτεχο :άπειρο, αμάθητο / ψιχαλίδια: σταγόνες βροχής / ραέτι: κέρασμα / αθιβολή: σκέψη, κουβέντα, συζήτηση /  αλάτσι: αλάτι / αμάλαγο: ατόφιο / αποκλασμός: βλαστάρι / ασκιανός:  ίσκιος / αροδαμός: βλαστός / βούργια: υφαντό / βρούχος: βουητό / γιαγερμός: επιστροφή / γιάντα: γιατί / διοματάρης: όμορφος / ερωτιά: ερωτική παράσταση /  ορδινιά: ετοιμασία /γιορτάσι: γιορτή  / φάλι: ομφαλός.


πόρος του λευκού και στις τρούλες μονάχα αετοί
κι ετά, στην κατηφόρα,
γιομάτος ο τόπος με χωρατά
ανάμεσα σ’ αρισμαρίνες και γιασεμιά.
Ίντα λογής τούτο το χώμα;
Θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς;

Και το άγιο χώμα γέννησε τον Μελισσέα
την Αδράστεια, την Αμάλθεια,
τροφή για να ‘χει ο Θεός κι ανάσα για συνέχεια,
και γέννησε τον Μίνωα, τον Μηριόνη
τον Ιδομενέα, τον Τέκταμο, τον Θαλήτα,
τον Ριανό, τον Εχεμένη,
και γέννησε τον Καζαντζάκη, τον Ελύτη
και δεν σταμάτησε από τότε να γεννά…

Κρητική διάλεκτος
πόρος: είσοδος / τρούλες: κορυφές /  ετά: εκεί / αρισμαρίνες: δενδρολίβανα /  ίντα λογής: με ποιόν τρόπο

Και χόρευαν οι πέτρες με τα σοκάκια
και αγκαλιάζονταν τα δέντρα με τα παιδιά
και φιλιούνταν οι εκκλησιές με τις καμπάνες
και όλα τραγουδούσαν: «Αροδαμός εφύτρωσε»

Αροδαμός εφύτρωσε σαν ασημένιο τάσι
το φως αρνεύει τσι ψυχές και έχουνε γιορτάσι.
Η πρώτη η αθιβολή με άγιο φως και χώμα
κι ο τόπος διοματάρικος και με λευκό το χρώμα.

Ακάτεχο το γαλανό στην ερωτιά του κόσμου
ετούτη η γη μοσχοβολάει το άρωμα του δυόσμου.
Ραέτι μοιάζει αστεριών και πεθυμιά του άγιου
αποκλασμός του αλμυρού και σκέψη του πελάγιου.

Κι ετά οι τρούλες στέκουνε με του αετού τα μάτια
κι από σταρένια δένουνε της γεννησιάς δεμάτια.
Ετά και εγεννήθηκεν κι αυτός ο Ψηλορείτης
η πρώτη ανάσα του Θεού, το χώμα αυτό της Κρήτης.


Και όλα χόρευαν
και όλα τραγουδούσαν
και όλα φώναζαν…
Ίτε παίδες Ελλήνων.

Κρητική διάλεκτος
αροδαμός: βλαστός / αρνεύει: ηρεμεί  / γιορτάσι: γιορτή / αθιβολή: σκέψη, κουβέντα, συζήτηση / διοματάρης: όμορφος / ερωτιά: ερωτική παράσταση / ραέτι: κέρασμα / πεθυμιά: επιθυμία / αποκλασμός: βλαστάρι / ετά: εκεί / τρούλες: κορυφές.


*********************************


Η ώρα η Τέταρτη   (Η Κύπρος)


Και κάτω απ’ το γαλανό,
ετράνεψαν οι ρίζες κι αχάπαρη η αλμύρα
που γίναν τα σωθικά της κομμάτια,
και φύτρωσεν ο τόπος
σαν απ’ το δρώμα της Αλισάχνης
κι από ψηλά ρωτούσαν…
ήντα πον τούτον; Και ήταν η Κύπρος.

Έβαεν ο Θιός το δακτύλιν του δααμαί
σαν να  εσημάδεψεν με μασιέριν τον τόπον,
τζ’ εθώρουν το γαίμαν να πυτά οι αετοί
τζ’ εβαφτήκαν τα φτεράν των κότζιηνα
τζ’ έπιαέν τα πόνος,
τζ’ ένωθαν την καρδίαν των να καύκει, να χοχλά,
τζ’ έψαχναν φουντάναν
να θκιακλύσουν τα ξιμαρισμένα των φτερά.
Οι λασμαρίνες παούριζαν τζαί τα πεζούνια
επέτααν χαμαί στο χώμα τζαί ζάβαλλε…
ενώθαν τα μελλούμενα
μα στην πρώτην δκιασσιελιά,
εγινίκαν τζ’ οι εκκλησιές με τες καμπάνες
βουρώντας με τον θυμιατιόν
τζ’ άγιον πρόσφορον στα βουναλλούδκια,

Κυπριακή διάλεκτος
αχάπαρο: ανήδεο, ανήξερο /  δρώμα: ιδρώτας / ήντα πον τούτον: τι είναι αυτό; / δακτύλιν: δάκτυλο / δααμαί: / εδώ κάτω / μασιέρειν: μαχαίρι / εθώρουν: έβλεπαν / γαίμαν: αίμα / πυτά: πετιέται / κότζιηνα: κόκκινα / καύκει: καίει / χοχλά: βράζει / φουντάνα: βρύση / θκιακλύσουν: ξεπλένουν / ξιμαριεμένα: λερωμένα / λασμαρίνες: δενδρολίβανα / παούριζαν: φώναζαν / πεζούνια: περιστέρια / χαμαί: χάμω / ζάβαλλε: αλίμονο / δκιασσιελιά: δρασκελιά / βουρώντας: τρέχοντας / βουναλλούδκια: μικροί λόφοι.

σαν να λαωθήκαν τα τζιερκά με τις φλόγες
τζ’ επιαέν τα φώκος απ’ το πολύν λευκόν,
τζ’ έστελλαν φιλούδκια στην βούκκαν
απ’ την Αμμόχωστον, την Τζιερύνειαν,
την Γιαλούσαν, την Λεμεσόν, την Λευκωσίαν…
Τζ’ εγέννησεν τούτος ο τόπος την Αφροδίτην,
τον Αγαπήνοραν, τον Ασωπόν, τον Πυγμαλίωναν,
τζ’ εγέννησεν τον Αμάρακον, τον Φιλόκρυπτον,
Αλέξανδρον τον Πάφιον τζ’ αμπάλατος ο τόπος
σαν το νερόν στην φουντάναν, ακόμα να γεννά.

λαωθήκαν: τρελάθηκαν / τζιερκά: κεριά / έπιαέν τα: τα κυρίεψε / φώκος: φωτιά  / φιλούδκια: φιλάκια / βούκκαν: μάγουλο, κόκκαλο, οκκά, / αμπάλατος: πεισματάρης / φουντάνα: βρύση.


Και χόρευαν τα φκιόρα με τα πεζούνια
κι αγκαλιάζονταν τα τζιερκά με τις φουντάνες
και φιλιούνταν τ’ άστρα με το φεγγάριν
και όλα τραγουδούσαν: «Ελλάδα πεθυμώντα»

Σιμάδιν έβαλεν ο Θιος τζ’ αγνώντα
την μεγαλόνησον τ’ άστρα τζαι χάσκουν
ζηλέυκουσιν τζαί απ’ αυτό να πάσκουν
τζ’ αχάπαρο το γαλανό βιγλώντα.

Χοχλά τζαί η αλμύρα κελαηδώντα
τζαί στην χαράν πεζούνια τζ’ αν μετάσχουν
απλοσιερκιάν τα κύματα διδάσκουν
τζ’ όλα μαζί Ελλάδα πεθυμώντα.

Μισεύκει τζαί απ’ τους αετούς το γαίμαν
θκιακλύζουσι φτεράν με λασμαρίνες
τζ’ ελευθερώντα στέκουνε στα όρη.

Σημάδιν έβαλεν τζαι δίχως ψέμαν
ζηλεύκουσιν του γαλανού οι μαρίνες
που έφτιαξεν ο Θιός, ωραίαν κόρη.


Και όλα χόρευαν
και όλα τραγουδούσαν
και όλα φώναζαν…
Ίτε παίδες Ελλήνων.


Κυπριακή διάλεκτος
Φκιόρα: λουλούδια / τζιερκά: κεριά / πεζούνια: περιστέρια / φουντάνα: βρύση / Αγνώντας: παραλία / αχάπαρο: ανήδεο, ανήξερο / βιγλώντας: κοιτώντας /  χοχλά: βράζει / τζαί: και / απλοσιερκιάν: απλοχεριά / μισεύκει: φεύγει / γαίμαν: αίμα / θκιακλύσουν: ξεπλένουν.

*********************************



Ρεκαμάδο σέμπρε άντσι άμο φεγγαρένιο άμπιτο
άμο βαλέσι τσι θάλασσας
άμο μπρατσολέτι τσι τέρας
κι έμοιαζεν ο τόπος κάπο ντ’ όπερα
άμο ντε Ντίο,
και χόρευαν οι μαράσκες και τα μαρόνια
και τραγουδούσαν τα τζατζαμινιά
οι μανιόλιες, τα μπικόνια,
και το σπετάκολο έμοιαζε τεζόρο, ρομάντζο,
κι η σερενάδα απ’ τον Λεβάντε
που έμοιαζε ντα ρημαδόρος έκανε τον μπάλο
ντα κουστωδία και τα καντηλιέρια
αλαμπράτσο με τα θυμιατά από τσι εκκλησιές
ήταν αβάντι και το κολόρο ντα το τσιέλο
γίνονταν κομπάνιος, κομπεβέλος,
κι άναβαν λουμπάρδα στη μέση απ’ το μπάλο
κι έμοιαζε ντα προτσέσιο,
κι έκαναν ρεβερέντζα οι ρούγες, οι σαλιτσάδες,             



Ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα
φιόρο του Λεβάντε: ανθός της Ανατολής(Ζάκυνθος) / ρεκαμάδο: κεντημένο: / σέμπρε: πάντα / άντσι: ακριβώς / άμο: σαν / άμπιτο: ρούχο / βαλέσι: φουστάνι / μπρατσολέτι: βραχιόλι / κάπο ντ’ όπερα: αριστοτέχνημα / άμο: σαν /  ντε Ντίο: Θεϊκή δύναμη / μαράσκα: βύσινο / μαρόνι: κάστανο / σπετάκολο: θέαμα / τεζόρο: θησαυρός / ρομάντζο: μυθιστόρημα / σερενάδα: καντάδα / ντα: σαν / ρημαδόρος: συνθέτης σατιρικών στίχων / μπάλος: χορός / κουστωδία: ακολουθία / καντηλιέρια: κηροπήγια / αλαμπράτσο: αγκαζέ / αβάντι: μπροστά / κολόρο: χρώμα / ουρανός /  κομπάνιος: φίλος / κομπεβέλος: σύντροφος / λουμπάρδα: φωτιά με χαμόκλαδα / προτσέσιο: λιτανεία / ρεβερέντζα: υπόκλιση / ρούγες: μεγάλοι δρόμοι, σοκάκια / σαλιτζάδες: λιθόστρωτοι δρομίσκοι.

και την καντάδα,
ακομπανιάριζαν οι κροζέρες και τα καντούνια
οι γρίλιες με τσι αυλές,
κι οι αετοί αγιουτάριζαν τα σπουργίτια στο μπάλο
ακομπανιάριζαν τσι καρδερίνες
και όλα χόρευαν
και όλα έμοιαζαν φαμέλια
νιέντε δεν είχε κοντοστράδα,
κι έγινεν ο μπάλος αντέντι
κι έγινεν το τέμπο λιμπερτά
κι έμοιαζεν ο τόπος πιραμοντάλε
κι έμοιαζεν ο τόπος μιρακολόζος
κι έμοιαζεν η ρετσέτα μυστική
κι έμοιαζεν το έργο πενσάτο κι ο Πατρόνος,
κοιτούσε με πιατσέρε και όλα,
πιάσανε την παρλάτα για τούτο το ρεγάλο
και ως τα σήμερα…
για κείνη τη μέρα υπάρχει ρελατσιόνε.

Ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα
καντάδα: τραγούδι / ακομπανιάρω: συνοδεύω /  κροζέρα: περβάζι / καντούνια: σοκάκια / γρίλια: κάγκελο / αγιουτάρω: βοηθώ / μπάλος: χορός / ακομπανιάρω: συνοδεύω / φαμέλια: οικογένεια / νιέντε: τίποτε / κοντοστράδα: αντίρρηση / αντέτι: συνήθεια / τέμπο: χρόνος, ρυθμός / λιμπερτά: ελευθερία / πιραμοντάλε: τεράστιος / μιρακολόζος: θαυμάσιος / ρετσέτα: συνταγή / πενσάτο: εκ προμελέτης / Πατρόνος: Οικοδεσπότης, αφεντικό / πιατσέρε: ευχαρίστηση / παρλάτα: λόγος, συζήτηση / ρεγάλο: δώρο / ρελατσιόνε: διήγηση.


και χόρευαν τα ρεκαμόδα με τα καντούνια
και φιλιούνταν το τσιέλο με τσι περγουλιές
κι έψελναν τα φιόρα με τα καντηλιέρια
και όλα τραγουδούσαν: «Φιόρο μου αθάνατο»


Φιόρο μου συ αθάνατο μιρακολόζο τσιέλο
λουμπάρδα ανάβεις τσι ψυχές κι έτσι κινάει ο μπάλος
μια σερενάδα θα σου πω και όλα μου τα θέλω
που σ’ έφτιαξεν απ’ την αρχή ένας Θεός μεγάλος.

Μοιάζεις τερόζο γαλανού σπετάκολο του ήλιου
και σαν σκοπέρτο του λευκού κι ενός Θεού ρεγάλο
ντα ρεκαμόδο της αυγής και ζέσταμα του τίλιου
η του Λεβάντε οκαζιόνε κι άρμα μου μεγάλο.

Πρετσιόζο μοιάζεις του λευκού κι εγώ σ’ ακομπανιάρω
παρέα με τις περγουλιές και τα γλυκά καντούνια
κάθε που θα ‘ρθει ο Αυγερινός φιόρο μου σε κορτάρω
τα μπρατσολέτα του Μαγιού επάνω σου μιλιούνια.

Μια ρεβερέντζα έχω για σε, σε κάθε απερτούρα
η κάθε σου μέρα λευκή και οι βραδιές σεράτα
άλλη δεν φτιάχνει ο Θεός για θα ‘βρει σκονταδούρα
φιόρο μου συ αθάνατο, είσαι η κάθε στράτα.


Και όλα χόρευαν, και όλα τραγουδούσαν
και όλα φώναζαν… Ίτε παίδες Ελλήνων.



Ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα
ρεκαμόδα: κεντητά στολίδια / καντούνια: σοκάκια / τσιέλο: ουρανός / περγουλιές: κληματαριές / φιόρα: λουλούδια / καντηλιέρια: κηροπήγια / μιρακολόζο: θαυμάσιο / λουμπάρδα: φωτιά με χαμόκλαδα / σερενάδα: καντάδα / τερόζο: θησαυρός / σπετάκολο: θέαμα / σκοπέρτο: ανακάλυψη / ρεγάλο: δώρο / ντα: σαν / ρεκαμόδο: κεντητό στολίδι / οκαζιόνε: ευκαιρία / άρμα: οικόσημο / πρετσιόζο: πολύτιμο / ακομπανιάρω: συνοδεύω / περγουλιές: κληματαριές / καντούνια: στενά σοκάκια / κορτάρω: φλερτάρω / μπρατσολέτα: βραχιόλια / ρεβερέντζα: υπόκλιση / απερτούρα: ευκαιρία / σεράτα: γιορτή / σκονταδούρα: εμπόδιο.

*********************************



Πέλοπος Νήσος, Πέλοπος γη

και η γη της Λακωνίας, εγέννησε τον Λυκούργο,
τον Αγησίλαο, τον Λεωνίδα, τον Τυρταίο,
και εγέννησε τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο,
και δεν σταμάτησε από τότε να γεννά.

Τζαί απ΄ταν ούρα έντανι, απ΄ετίνα ταν κορφά,
αβάρετε εμπαιτσε ο ήλιε άκειρε τσε έκι ατσεραίνου
τσαί γεννάτ΄η Λακωνία.
τσαί γεννάταϊ Θέατρα,
τσαί γεννάταϊ σχολεία
ο τσερέ εδροσίε τσαί θυτρούκαϊ δεντζικά
οι νυγδαλίε εμπαλίκαϊ τα άνθη τσαί ο τόπο,
έκι γιομάτε από εάτου τσαί δεντζικά,
το φεγγάρι έκι γυαλίζουντα τσαί σα βασίλισσα,
έκι κασημένα το παναθούζι τσαί εκι τσεντούα
τσαί έκι σαν άνοιξη΄πε ά γη ανθίζα τσαί λουλουδίζα,
ο ήλιε έκι φουϊκίχου του κορφέ του σίνοι,
ο ουρανέ έκι ολόχζυσε,
φωνέ από ‘ωγί, φωνέ απ’ πά τσαί α χελιδόνα,
έκι κασιμένα τα φωλία σι
τσε εκι χσιονίχα τα πουλάντζα σι.
Έκι ονοιάζου ο τόπο μεταξωτέ ζούχο
τσε όα ήγκι τραγουδούντα,
οι γουναίτζε, οι σατέρε, οι τσέλλε,
τσαί με χαρά άγκαϊ του σίνοι
τσαί με τουρ Αναραϊδε τσάχουντε,
ο αετέ, αγροϊστέ τάνου τον ήλιε,

Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
Και από την ώρα αυτή, από κείνη την κορυφή, ακούραστος βγήκε ο ήλιος άπειρος και μεγάλωνε και γεννήθηκε η Λακωνία, και γεννήθηκαν θέατρα, και γεννήθηκαν σχολεία, ο καιρός εδρόσισε και φύτρωσαν δέντρα, οι μυγδαλιές έβγαλαν τα άνθη και ο τόπος, ήταν γεμάτος από έλατα και κέδρα, το φεγγάρι γυάλιζε και σαν βασίλισσα, καθόταν στο παράθυρο και κεντούσε, κι ήταν σαν άνοιξη που η γη ανθίζει και λουλουδίζει, ο ήλιος φώτιζε τις κορυφές των βουνών, ο ουρανός ήταν ολόχρυσος, φωνές από δω, φωνές από κει κι η χελιδόνα, κάθεται στη φωλιά και ζεσταίνει τα πουλάκια της. Έμοιαζε ο τόπος μεταξένιο ρούχο, και όλα τραγουδούσαν, οι γυναίκες, οι θυγατέρες, τα σπίτια και με χαρά πήραν τα βουνά και με τις Νεράιδες τρέχουν, ο αετός καβάλα πάνω στον ήλιο,

χορέγγουντε τσαί τραγουδούντε,
ενέντζε κρασί καλέ τάνου του τζεράμου
τζαί οι τζέλλε,
ετάκχαϊ τσ’ εμποίκαϊ μετάνοιε τάν ιγή.
Έντενι ο τόπο ένι θεόρατε τσαί ουρανέ
αραμάτζε αποσαουτέ,
τσαί ο αυγερινέ τσαί γιούρε τα μιτσά άσα
τζαί το φεγγάρι, έκι τσάχουντα ένα γιούρε τάν αυλή
ξικάζουντα ένα γιούρε.
Σαν  λίμνα έκι ήσυχο α θάσσα τσαί εφορέτζε
άβα είδητα τσαί εμπαήτζε τάτσου του χούρε,
εμπαήτζε τάνου τάν κορφά του δεντζικού
μ’ ένα κοτσινέ ταγάρι τζαί νία γουλία κρασί
τσαί για έτενι το τόπο,
εβαλήτζε το θεό (ε)γγιτή.
Τσαί ο τόπο έκι νιοάζου ασημένιε, γιαμαντένιε,
τσαί γεννάτε φως Ελληνικό, α λέξε, αμπάδα,
κάθε ογής λύχινε,
τζαί τραγουδούντε εμαζούταϊ προυτέσε τα κ(χ)άρα,
μιτσοί, ατσοί τζαί γέρουντε,


Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
χορεύοντας και τραγουδώντας, έφερε κρασί καλό επάνω στα κεραμίδια και τα σπίτια, σηκώθηκαν κι έκαναν μετάνοιες στη γη. Αυτός ο τόπος είναι θεόρατος κι ο ουρανός έμεινε άφωνος, και ο Αυγερινός και γύρω τα μικρά άστρα, και το φεγγάρι, έτρεχε γύρω στην αυλή κοιτάζοντας γύρω. Σαν λίμνη ήταν ήσυχη η θάλασσα και φόρεσε άλλα ρούχα και βγήκε έξω στα χωράφια, ανέβηκε επάνω στην κορυφή του δέντρου, μ’ ένα κόκκινο ταγάρι και μια γουλιά κρασί, και για τούτον το τόπο έβαλε τον Θεό εγγυητή. Και ο τόπος έμοιαζε ασημένιος, διαμαντένιος, και γέννησε φως Ελληνικό, λέξεις, λαμπάδα, κάθε λογής λυχνάρι, και τραγουδώντας μαζεύτηκαν μπροστά στη φωτιά, μικροί, μεγάλοι και γέροντες.


μαζούταϊ τα θυμάζια, οι κουμαρίε, οι ατσιμπντάνου
οι έατοι, τα κραματόφυα,
τζαί α κχάρα αμπρούτζε
τσαί πέτσε  το φεγγάζι τον ήλιε,
έα να ντι θιλήου τσαί θήλιμοι τσε εκιού,
τσαί το φως, άντζε του χέρε σοι το θυνιατέ
για να θυνιακίση τον άντε ταρ α μέρα
τσαί ταν ίδε ούρα,
οι πέτζικε ήγκιαϊ δροσισκουμένοι σ’ ένα ρυάτζι
τσαί ‘πο τηνανί το (χ)σίνα , το Μαλεβό,
αμάραντε έκι τσάχουντα το φως σαν αντίδερε
τσαί το άτσι με το αφρέ από τα θάσσα
ήγκιαϊ νοιάζουντα μαζί σα τσίποι τσαι ανυφάντρα
τσαί το φάσιμο α βαφή από τον ουρανέ.
Οπά πέρε, οπά τάνου,
ούνι γεννατοί ποτέ προδότε, μονάχα Έλληνες.
τσαί όα ήγκιαϊ χορέγγουντε
τζαί όα ήγκιαϊ τραγουδούντε
τσαί όα ήγκιαϊ φωνιάντουτε,
α γρούσσα νάμου ένι του Θεού
α γρούσσα νάμου ένι Ελληνική
α γρούσσα νάμου ένι αιώνια…
                    καούρ εκοκιάτε.


Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
μαζεύτηκαν τα θυμάρια, οι κουμαριές, τα σφεντάμια, τα έλατα, τα κληματόφυλλα, και η φωτιά εφούντωσε, και είπε το φεγγάρι τον ήλιο, έλα να σε φιλήσω και φίλησέ με κι εσύ και το φως, πήρε στα χέρια του το θυμιατό για να θυμιατίσει τον άρτον τον επιούσιο και την ίδια ώρα, οι πέρδικες δροσίζονταν σ’ ένα ρυάκι και από κείνο το βουνό, τον Μαλεβό, αμάραντο έτρεχε το φως σαν αντίδωρο, και το αλάτι με τον αφρό από τη θάλασσα, έμοιαζαν μαζί σαν κήπος και υφάντρα και το υφάδι, το χρώμα απ’ τον ουρανό. Εκεί πέρα, εκεί πάνω, δεν γεννήθηκαν ποτέ προδότες, μονάχα Έλληνες. Και όλα χόρευαν, και όλα τραγουδούσαν και όλα φώναζαν, η γλώσσα μας είναι του Θεού, η γλώσσα μας είναι Ελληνική, η γλώσσα μας είναι αιώνια, καλώς κοπιάσατε.


*********************************


Kαι αγκαλιάζονταν οι λέξεις με τα φεγγάρια
και χόρευαν τ’ άστρα με το γαλανό
κι έψελνε η γης με τους περβολάρηδες
και όλα τραγουδούσαν: «Πόθεν άρξομαι»

Πόθεν άρξομαι…
Δόκησιν λέγω και θυμόν πετάννυμι,
έχω γεγωνείν γεγωνία τη φωνή
και όμνημι πάντας άρδην τους θεούς,
Ελλάδα γλώσσαν ήιμι ως ιερά δόσις.

Πόθεν άρξομαι...
άφθιτον πύρ το εξ εαυτού βλεπόμενον
και αρόσιμος γύα.
Κατά χθονός όμματα πήγνυμι εξ’ εσχάτων εις έσχατα
και άγαμαι τοις έργοις τινς άχρι της σήμερον ημέρας
καθάπερ προείρετο.
Πανταχή προσδέκομαι
και πανήγυρις εστί οφθαλμών…
Δήμος ονείρων
κλέος ευρύ
ο καρπός φρενών
ο επιών καρπός
η Ελλάς.

Πόθεν άρξομαι…
Ουδέν ειμί ένθεος προς αρετήν, ουδέν ενύπνιο ορώ
ουδέν επιγιγνώσκω ου μην αλλά,
εξάπτω τι εκ τινός
επιτήθιμι τινί κήτι φιλώ
η θέμις εστί.
Πεπρωμένον εστί…
Μία εστί νύν και αεί  η γλώσσα θεού τε και αγγέλων.
Η Ελληνική.

Και όλα χόρευαν
και όλα τραγουδούσαν
και όλα φώναζαν…

Ίτε παίδες Ελλήνων.

Αρχαία Αττική Διάλεκτος


Από πού ν’ αρχίσω.
Εκφράζω δοξασία και ανοίγω την καρδιά μου,
μπορώ να πω με δυνατή φωνή
και ορκίζομαι σε όλους μαζί τους θεούς,
μιλώ την Ελληνική γλώσσα σαν δώρο θεού.

Από πού ν’ αρχίσω.
Αθάνατη φωτιά το αυταπόδεικτο
και καρποφόρος μήτρα.
Καρφώνω τα μάτια στη γη απ’ άκρου εις άκρο
κι ευχαριστιέμαι με τα ργα κάποιου μέχρι σήμερα
όπως ακριβώς είχε προκαθοριστεί.
Βλέπω προς κάθε μέρος
και είναι απόλαυση των ματιών…
Η γη των ονείρων
η μεγάλη δόξα
η σοφία
το μέλλον
η Ελλάδα.

Από πού ν’ αρχίσω.
Δεν κατέχομαι απ’ το θείο, δεν ονειρεύομαι
δεν επινοώ τίποτε αλλά όμως,
δίνω κάτι απ’ το κάτι
θέτω τέλος σε κάτι με όλη μου την καρδιά
όπως είναι δίκαιο.
Είναι γραφτό…
Μία είναι και θα είναι η γλώσσα του θεού και των αγγέλων.
Η Ελληνική.



*********************************



Κι η ώρα η όγδοη,
στου φτιρό έφτιαξιν τ’ Λάρισα.

Ήταν για ταύτην ψουμουτήρ’ οι ένις
και τηρούσαν τα φιγγάρια, νο ζαβλακουμένα
πήραν σβάρνα κι τ’ αστέρια, τα β΄νά
και κίνσαν όλα όυρα – όυρα να χορεύ΄ν
κι σ’ μέσ΄ η Όλυμπους μι τ΄ς δώδικα θεοί.
Τι τρανό θάμα κι τούτο!
Είχαν γιουρτή γλέπ΄ς,
κι η τόπους ήταν θκότ΄ς…
Κι γκιζιρνούσαν τα λιλέκια τραγ΄δώντας τα μαντάτα,
κι χόριβαν τα κούτσ΄κα μι τ΄ς ζιαμπακέι
κι χόριβαν οι καϊσιές μι τ΄ς κουρουμ΄λιές
κι σκόθκαν για χουρό κι οι ικλλισιές μι τα ιούρτια,
ξιπατόθ΄καν ούλα απ’ τ΄χαρά τ΄ς.
Κι σα να μην έφτανι μαναχά αυτό,
αρχίνσαν κι οι βισνιές να τραγδάν μι τ’ς μέλσις
οι κιρασιές να παίζ΄ν φιόρις μι ΄ς τσαγαλιές
κι είχι νια ζέστα απ’ του χουρό!
Κι τα στάρια,
πήραν τουν κατήφουρου μαζί μι τ’ς γκουρτσιές
κι ούλα μαζί στου παγκίρ
έφιρναν σφούρλις απ’ τ΄ν πουλύ τ’  χαρά τ’ς.

 
Ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας

στου φτερό: στα γρήγορα / ψουμουτήρ: ψωμί και τυρί, μτφ. πανεύκολο / ένις: γέννες / τηρούσαν: κοιτούσαν / ζαβλακουμένα: ζαλισμένα / σβάρνα: παράσυρση / κίνσαν: ξεκίνησαν /  βνά: βουνά / όυρα: γύρω / γκιζιρνάω: τριγυρνάω / λιλέκια: πελαργοί / μαντάτα: νέα / κούτσκα: μικρά παιδιά / ζιάμπακας: βάτραχος / καϊσιές: βερικοκιές / κουρουμιλιές: τζανεριές / σκόθκαν: σηκώθηκαν /  ιούρτια: αυλές, λαχανόκηποι / ξιπατόθκα: κουράστηκα / βισνιές: βυσσινιές / τραγδάν: τραγουδάνε / μέλσις: μέλισσες / φιόρα: φλογέρα / τσαγαλιές: αμυγδαλιές / νια ζέστα: μια ζέστη / γκουρτσιές: αγριοαχλαδιές / παγκίρ: πανηγύρι / σφούρλα: στροφή γύρω απ’ τον άξονα.


Κι μπουνακλάτσι του ιράνιου
κι χαμουϊούσι η ουρανός ντα ίιδι
τούτ΄τ’ φτιαξιά απ’ του φέξ΄μου,
τα ψηουά μπαϊρια, μι τ΄ς καβαλλαραίοι
τ’ς γκιρμέδις μι τα γουγούτια να τραγ΄δάν
τ΄ς κυράδις να φουκαλίζ΄ν τα ιούρτια
κι τα κούτσ΄κα να τζαβαλίζ,ν απ’ τ’ χαρά τ’ς.
Δε μπαϊλτσι να γλιέπ΄,
τ’ς ικλλισιές μι τ’ς καμπάνις να βρουντούν΄
τ’ς ασμάδις μι τα ουδούδια να χουρεύ΄ν
τ’ς ασκαμνιές μι τα ρυάκια ν’ αγκαλιάζουντι.
Κι συνιρίζουνταν τ’ αστέρια μι του φιγγάρ,
σι ποιόν να ουμοιάζ΄τούτ΄η ΄ης πλιότερου.
Κι όμοιαζιν η τόπους αλατζάς
κι ζήλιψιν κι η Ουρθίτσα ντα τηρούσι απού ψηουά
παλαϊζουντας να βρει νια θές΄σιμά στ’ χαρά τ’ς.
Τούτ΄η φτιάξ΄δεν όμοιαζιν μι κουρμπάν΄
μα ήταν ότ’ η Θιός νειριάσκι ια ταύτην τ’ ης.
Κι καμάρουνιν η αι Ιώργ΄ς
νο ξύλινου σκιπάρν΄σιμά στ’ αγγέλ΄ιατί, ναι…
Του παναήρ΄ ήταν πουλύ, κι η τόπους ήταν λίγους.

Ιδίωμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
Και τα έχασε το γαλανό, και χαμογελούσε ο ουρανός όταν είδε, τούτη τη φτιάξη απ’ το φως, τα ψηλά όρη με τους αλογαραίους, τους κήπους με τα περιστέρια να τραγουδούν, τις κυράδες να σκουπίζουν τις αυλές, και τα μικρά παιδιά να κάνουν φασαρία απ’ τη χαρά τους. Δεν βαρέθηκε να βλέπει, τις εκκλησιές με τις καμπάνες να χτυπούν, τις κληματαριές με τα λουλούδια να χορεύουν, τις μουριές με τις ρεματιές ν’ αγκαλιάζονται.  Και πειράζονταν τ’ αστέρια με το φεγγάρι, τούτη η γης σε ποιόν να μοιάζει περισσότερο. Κι έμοιαζε ο τόπος πολύχρωμος, και ζήλεψε κι η πούλια όταν κοιτούσε από ψηλά, ψάχνοντας να βρει μια θέση κοντά στη χαρά τους. Αυτή η δημιουργία, δεν έμοιαζε με θυσία αλλά ήταν ότι ο Θεός ονειρεύτηκε γι’ αυτή τη γη. Και καμάρωνε σα ξύλινο σκεπάρι ο Αη Γιώργης κοντά σους αγγέλους γιατί, ναι… Το πανηγύρι ήταν πολύ, κι ο τόπος ήταν λίγος.


Και η γη της Λάρισας
εγέννησε τον Όλυμπο
εγέννησε θέατρα, εκκλησιές,
φρούρια, κάστρα
εγέννησε τον Πηνειό,
και δεν σταμάτησε από τότε να γεννά.

Και η γη της Λάρισας
εγέννησε την Λάρισα
εγέννησε τον Φίλωνα
τον Καραγάτση, τον Κούμα
τον Κατσίγρα, τον Γοβλέλα
εγέννησε τον Βρατσάνο,
και μέχρι σήμερα συνεχίζει να γεννά.


*********************************



Και υμνούσαν το λευκό τα θέατρα
κι αγκαλιάζονταν οι εκκλησιές με τα κάστρα
κι έβγαζεν σπόρους Ελληνικούς η γης
και όλα τραγουδούσαν: «Της γεννησιάς το γάλα»


Αρβάλα έχουν τα βουνά κι αρέντα έχουν οι κάμποι
απαντοχή τα ριζωτά και όνειρα μεγάλα
βαϊζουν τ’ άστρα για να ιδούν τον τόπο μας απ’ λάμπει
που λαγαρός ο τόπος μας απ’ τ’ς γεννησιάς το γάλα.

Φεγγάρια θηαμένοντας ροβόλισαν μ’ αντράλα
και στα κρινιά του τόπου μας ήρθαν να μάσουν γύρη
την αρεσειά του ο θεός τη στέλνει με ψιχάλα
ο τόπος μας κι αν είν’  μικρός, τρανό το πανηγύρι.

Φέρτε μπαζίνα και κρασί κι ανάψτε μια τζιαμάλα
ως του γεράνιου να φανεί για να χαρούν κι τ’ άστρα
και πυρομάδες φέρτε μας φαρίνες και τα μάλα
και να γιορτάσουμε μαζί, τ’ς γεννησιάς κουλιάστρα.

Και όλα χόρευαν
και όλα τραγουδούσαν
και όλα φώναζαν…
Ίτε παίδες Ελλήνων.

Ηπειρώτικο (γενικά) γλωσσικό ιδίωμα
αρβάλα: μεγάλη φασαρία / αρέντα: τρεχάλα / απαντοχή: προσμονή / βαϊζουν: γέρνουν / λαγαρός: καθαρός / θηαμένομαι: θαυμάζω / ροβολάω: πάω προς τα κάτω / αντράλα: η ζάλη / κρινί: η κυψέλη για μελίσσια / αρεσειά: αυτό που μου αρέσει / μπαζίνα: φαγητό με πρώτη ύλη το καλαμποκάλευρο / τζιαμάλα: η μεγάλη φλόγα / γεράνιο: βαθύ μπλε χρώμα / πυρομάδες: φέτες ψωμιού πυρομένες στη φωτιά / φαρίνα: λευκό ψωμί μα ιδιαίτερη γεύση / τα μάλα: τα πολλά / κουλιάστρα: το πρωτόγαλα των πρώτων ωρών.



*********************************









*********************************


Και στο τέλος η ώρα η δέκατη, έκανε την Δράμα.

Και η γη της Δράμας, εγέννησε την αρχαία Υδράμη
το πολίχνιον, ιερό του Διονύσου
εγέννησε θέατρα, εκκλησιές, κάστρα.

Και η γη της Δράμας, εγέννησε τον Μανασή
τον Νικολάου, τον Δράμαλη, τον Ρίζο, τον Πετρίκη
εγέννησε τον Παπαγεωργίου, τον Δοβάλλα
και σύνεχίζει ακόμη να γεννά.

Τζαί κατρακώτσεν ο ουρανός
τζαί σείστην ο κόσμος!
Τ’ αστέρια, ψαλέγκαν τζαί δεβάσκαν το Ευαγγέλιο
έθακαν τα κουμουσώνα δακτυλίδε τουν
γαλίτζεψαν τ’ άβγα τουν σα σύννεφα πέσου
τζαί έβκαν ση στράτα
ορτάδις τζαί σα παναϋρια απιδού ’στέρου. Ο ήλιε,
ήνοιξεν τα φτάλμε του, δώτζην τις ευλογίες του
τζαί αδού σο θύριν τζαί σ’ άβγον του πάνου
πήρεν ‘ς ου να γρεπ το τσίξξιν του
τζαί σημάδεψεν τον τόπον τζαί δότζεν τζαί στέρου,
κατέβην σον κόσμον.
Το φέγγον τραούδαε τζαί το σάσι του
βγαίγκην αντί ασότρα στο παγάνι
τζαι αιδέ στέρνου, ούλα ινούτουν ένα.

Καππαδοκική διάλεκτος (Φαρασιώτικο γλωσσικό ιδίωμα)

Και βρόντηξε ο ουρανός, και σείστηκε ο κόσμος. Τ’ αστέρια, έψελναν και διάβαζαν το Ευαγγέλιο, έβαλαν τα ασημένια δαχτυλίδια τους, καβάλησαν τ’ άλογά τους μέσα στα σύννεφα, και βγήκαν στο δρόμο, γιορτές και πανηγύρια από δω και ύστερα. Ο ήλιος, άνοιξε τα μάτια του, έδωκε τις ευλογίες του, και μπροστά στο κεφαλόσκαλο και πάνω στ’ άλογό του, πήρε αμέσως το τόξο του, και σημάδεψε τον τόπο με μια σαϊτιά και ύστερα, κατέβηκε στη γη. Το φεγγάρι τραγουδούσε και η φωνή του, έβγαινε κυλαριστά σαν το νεράκι στο ρέμα, κι από κει και ύστερα, όλα γινόταν ένα.










*********************************









*********************************



Κι η ώρα η ενδέκατη έφτιαξε την Ροδόπη.

Και η γη της Ροδόπης
εγέννησε την Μαρώνεια, την Νυμφαία
το Παπίκιο όρος, την Σύναξη
την Δικαία, την Γρατίνη, την Στρύμη
εγέννησε σπήλαια, φρούρια
κάστρα κι εκκλησιές
και συνεχίζει ακόμη να γεννά.

Και η γη της Ροδόπης
εγέννησε τον Μητροκλή
την Ιππάρχεια, τον Βατοπεδινό
τον Ιωαννίκιο, τον Κυριακίδη
και δεν σταμάτησε από τότε να γεννά.

Γιε ντόρναλ πα μαχαλόνο να πανγκύρ
Ποντάλα σο γιο γιε σλόντσε ατζάτ ζα μπαρτσίνα
ι πιλτσκόβι γκνάζντου γκισβίου
αφ ντόλνε γραντίνκι, πότ ζελέν μποσίλεκ
να τσερβένο καλίνο ας αλτόνεν γιασινιάκ
πότ νι σερβένενε γιέρονε
ι αφ σερμπέ μουρένου ι γκνάζντου γκισβίου,
πότ βίτονο γιέλο ας ρούενο βέινο
πότ ζόλτυνε ντούλε,
να ντρούμ, να μερμέτ τασαλάρι
να μπάλα ράκα ας ντλέγκι πλίτκι
πότ να κάσιμτσκα σλάνα
να λέτνα ποσίστα, πότ να πανγκύρ.
Ι νίς βισόκινε πλανίνε κουκουβίτσκανα κούκναβα
Φαφ νάσονο ντόλτε γκράντιτο ι κουκουβίχνανα
κουκόνα να κονάκαν,ι πίγιε μπέλα ρακίγια
ι γιαλάν καράμφιλ, ι ζελέν τσεντράφελ
νιζ γιέλεν ι σάρνα
νιζ σλόντε ι ντέν.
Γιε ντόρναλ γιε γκουλιάμου χορό,
γιουβίτσκα-γιουβίτσκα, βρατά-βρατά
ι ράντβανιε-ράντβανια.
Φ’ νάσονο γραντίνο,
ζατό χερ τζούν, γιέστε νίγιε πέγεμε.


Πομακικό γλωσσικό ιδίωμα
Κι αρχίνησε στη γειτονιά το πανηγύρι, ξεπρόβαλε ψηλός ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό κι έκαναν φωλιές τα πουλιά κάτω στους κήπους, κάτω απ’ τον πράσινο βασιλικό, στην κόκκινη ροδιά με χρυσαφένια σκουλαρίκια, κάτω απ’ τους κόκκινους γκρεμούς, και στη μέση στο πέλαγος, κι έκαναν φωλιές, κάτω απ’ το φουντωμένο σκλίθρο με άφθονο κρασί, κάτω απ΄την κίτρινη κυδωνιά, στο δρόμο, στις μαρμαρένιες πέτρες, στ’ άσπρο ποτάμι με μακριές πλεξούδες, κάτω στην Φθινοπωρινή πάχνη, στην καλοκαιρινή δροσούλα, κάτω στο πανηγύρι. Κι απ’ τα ψηλά βουνά, η κουκουβάγια κελαηδεί, στο δικό μας κάτω περιβόλι κι ο κούκος, λαλεί στ’ αρχοντικό, και πίνει άσπρο ρακί, και βυσσινί γαρύφαλλο,  και πράσινη τριανταφυλλιά, σαν ελάφι και ζαρκάδι, σαν ήλιος και μέρα. Κι αρχίζει ο μεγάλος θερισμός χωράφι-χωράφι, σταγόνα-σταγόνα, σπίτι-σπίτι, κι αρχίζει ο μεγάλος χορός, φωλιά-φωλιά, πόρτα-πόρτα, κι αγκαλιά-αγκαλιά. Στην δικιά μας αυλή, γι’ αυτό κάθε μέρα, ακόμα τραγουδάμε.


*********************************


Κι στο τέλος η ώρα η ενδέκατη
έφτιαξε τον Έβρο.

Και η γη του Έβρου, εγέννησε την Μεσημβρία
την Πίστυρο, τον Δορίσκο, την Τραϊανουπολη
το Διδυμότειχο, την Ορεστιάδα, την Κίρκη
εγέννησε φρούρια τείχη, κάστρα και ποταμούς
και δεν σταμάτησε ακόμα να γεννά.

Και η γη του Έβρου, εγέννησε τον Βατάτζη
την Βισβίνη, τον Καραθεοδωρή, τον Θρακιώτη
και συνεχίζει ακόμη να γεννά.

Κι έγινι η τόπους τσορματζής κι γιόμσε κοτζαμάν’
μι αβράμηλα, μι κουκουνάρια, μι αφοξηλιές,
καριοφύλλια κι τσινάρια, κι γιόμσε η τόπους
μι κονίσματα, μι σαμπτάνια κι μπασμάδις
κι ο Θεγός πε το λιφκό, γιόμσε τα μπουνάρια
μι χαρά κι τραούδια. Ολότρος η τόπους  κοτζαμάν’
κι οι τσεσμέδις μοσκίζουνταν καρσί απ’ του ιράνιου
κι έβγαναν κουμλιά κεσέδες και μπουρλιά
μπουρμάδες και τουλούπες, κι έμοιαζιν η τόπους ξομπλιαστός,
σα να έχ’ ντουγούν,
κι χόριβαν τα μπαϊρια, κι χόριβαν κι τα μπινέκια απ’ τ’ χαράτ’ς κι πε πίσ’ απ’ του ιράνιου, χαίρουνταν οι αγγέλ’ μαζί μι τουν Θεγό.

Θρακιώτικο – Βυζιώτικο γλωσσικό ιδίωμα
Κι έγινεν ο τόπος πλούσιος και γέμισε μέχρι εκεί πάνω, με κορόμηλα, με καλαμπόκια, με φασκομηλιές, γαρύφαλλα και πλατάνια, και γέμισε ο τόπος με εικονίσματα, με κηροπήγια και υφαντά, κι ο Θεός με το λευκό, γέμισε τις πηγές με χαρά και τραγούδια. Όρθιος ο τόπος μέχρι εκεί πάνω και οι βρύσες, μοσχομύριζαν απέναντι απ’ το γαλανό κι έβγαζαν, στίβα πιάτα για κέρασμα γλυκού, περιδέραια, βραχιόλια και μαλλί για γνέσιμο, κι έμοιαζεν ο τόπος ζωγραφιστός, σα να έχει γάμο, και χόρευαν τα υψώματα, και χόρευαν και τ’ άλογα απ’ τη χαρά τους, και από πίσω απ’ το γαλανό, χαίρονταν οι αγγέλοι μαζί με τον Θεό.

Και χόρευαν τα κονίσματα με τα λαγίνια
και φιλιούνταν τα σαμπτάνια με τους τσεσμέδες
κι έψελναν οι μπουρμάδες με τα μπουνάρια
και όλα τραγουδούσαν:
«Καρσί απ’ του ιράνιου οι αγγέλ’»

Πήγα στο Ντουγούν πε νωρίς
παντρεύουνταν του φιγγάρ’ κι η ήλιους
κι χόριβαν τ’ αστέρια μι του ιράνιου
κι μέτρισα τ’ς αγγέλ’ περίπου χίλιους.

Κι άστραφταν τα βλατιά απ’ το Ντουγούν
κι στουν χουρό αγορόπλα κι κορ’τσόπλα
οι κυράδις ζύμουναν σουμούν’
κι οι χουροί όμοιαζαν νο ξόμπλια.

Καρσί απ’ του ιράνιου οι αγγέλ’
κι στου Ντουγούν τρανό ήταν του χαβέσ’
απ’ τουν ανθό τ’ς Ελλάδας οι μέλ’σις βγάναν μέλ’
παντρεύουνταν η ήλιους, κι του φιγγάρ’ σαν χθες.


Και όλα χόρευαν
και όλα τραγουδούσαν
και όλα φώναζαν…
Ίτε παίδες Ελλήνων.


   
Θρακιώτικο – Βυζιώτικο γλωσσικό ιδίωμα
κονίσματα: εικόνες / λαγίνι: πήλινη στάμνα / σαμπτάνια: κηροπήγια / τσεσμές: βρύση / μπουρμάς: βραχιόλι / μπουνάρ: πηγή / Ντουγούν: γάμος / πε νωρίς: από νωρίς / ιράνιο: γαλανό / Βλατιά: ρούχα του γάμου / σουμούν: ψωμί / νο: σαν / ξόπλια: ζωγαφιές / Καρσί: απέναντι / χαβέσι: κέφι.


*********************************


Η ώρα η Δωδέκατη   (Κωνσταντινούπολη)


Κι η ώρα η δωδέκατη, η τελευταία ώρα,
έφτιαξε την Κωνσταντινούπολη.


Και ο Θεός,
εκ περισσεύματος καρδίας ποιητικώ το τρόπω
εκ του μηδενός και γεγωνυία τη φωνή έκραξε
αλήλυθεν η ώρα,
κι έπραξε τόπον, ρόδον το αμάραντον
τα μάλιστα και δη, ιδίας χερσί.
Ιδού δόξης στάδιον λαμπρόν
κατά ξηράν κι επί θύραις αλός
και ονόμασε αυτόν ομφαλόν της γης,
όπερ και εγένετο.
Δώρημα τέλειον εις γενεάς γενεών
ωσεί περιστερά
ωσεί άνθος του αγρού, χάρμα οφθαλμών
ωσαννά εν τοις υψίστοις
αι γενεαί πάσαι, θα δοξάζουσι την αληθείαν
περί το άφραστον θαύμα,
όπερ ουρανόθεν επέμφθη εν χορδές και οργάνω.


Λεξιλόγιο, αρχαίων, βυζαντινών, και φράσεων νεοελληνικής
Και ο Θεός, από το περίσσευμα της καρδιάς του με ποιητικό τρόπο, από το μηδέν και με πολύ δυνατή φωνή φώναξε, έφτασε η κρίσιμη στιγμή, κι έφτιαξε τόπο αγνό, σε υπερθετικό βαθμό και μάλιστα, με τα ίδια του τα χέρια. Να τόπος πρόσφορος για δράση και άμμιλα, στην ξηρά και κοντά στη θάλασσα, και ονόμασε τον τόπο αυτό το κέντρο της γης, πράγμα που ακριβώς έγινε. Τέλειο δώρο για πάντα, σαν περιστέρι, σαν λουλούδι του κάμπου, απόλαυση των ματιών, δόξα στον ύψιστο θεό, όλες οι γενιές των ανθρώπων, θα δοξάζουν την αλήθεια για το ανείπωτο θαύμα, όπου στάλθηκε από τον ουρανό με μουσική και τραγούδι.


Και η γη της Κωνσταντινούπολης
εγέννησε το Βυζάντιο, την Αγιά Σοφιά, παλάτια ιπποδρόμους, κάστρα, εγέννησε πολιτισμό, ιστορία
και θα γεννά ως το τέλος των αιώνων.

Και η γη της Κωνσταντινούπολης
εγέννησε τον Βουλγαροκτόνο
τον Παλαιολόγο, τον άγιο Νικηφόρο,
τον Μαυροκορδάτο, εγέννησε την Μπουμπουλίνα
τον Υψηλάντη, και τόσους ακόμη ήρωες
και τόσους ακόμη λογοτέχνες
και τόσους ακόμη μεγάλους Έλληνες…
Και δεν θα σταματήσει να γεννά ποτέ.


Και χόρευαν οι ντερέδες με τα σοκάκια
και φιλιούνταν οι εκκλησιές με τον Βόσπορο
κι έψελναν το γαλανόν με τ’ αστέρια
και όλα τραγουδούσαν: «Τ’ αηδόνι της Ανατολής»


Σε φαίνεται παράξενον ήλιε το φως ετούτο
κι από τη ζούλια σου πάλι ρωτάς ταις πέτρες
πώς τα μεϊντάνια μοιάζουνε καιρόν καντιφεδένια
τι είχε ο θεός στον νούν, και στις κρυφές φαρέτρες.

Γιατί σε κληματόφυλλα βάζουν τους μαχαλάδες
το μπερεκέτι είναι πολύν, κι ο τόπος με μπιμπίλια
κι έγινε αντέτι ο χορός κι εξαφνικά οι κυράδες
βάφουν με χρώμα γαλανόν, τα όμορφά των χείλια.

Τ’ αηδόνι της Ανατολής, βασιλικός της Δύσης
εύμορφη γη σαν άνοιξη του κόσμου περιβόλι
τόσο πολύ που εις την καρδιά, έρχεται η θλίψις
κι αυτό είναι από έρωτα, για την ωραίαν πόλη.

Και όλα χόρευαν,
και όλα τραγουδούσαν
και όλα φώναζαν…
Ίτε παίδες Ελλήνων.


Πολίτικο γλωσσικό ιδίωμα
Ντερές: ρυάκι / σοκάκι: στενό δρομάκι / μεϊντάνι: πλατεία / καντιφεδένιο: βελούδο / φαρέτρα: θήκη τόξων / μαχαλάς: γειτονιά / μπερεκέτι: πλούτος, αφθονία / μπιμπίλια: δαντέλες / αντέτι: συνήθεια.

Και στο τέλος της δωδέκατης ώρας ο Θεός, εμπιστεύτηκε στον άγιο τούτο τόπο, τον Ελληνικό, να διδάξει σ’ όλη τη γη, γλώσσα, ιστορία, δημοκρατία, φυσική, μαθηματικά, φιλοσοφία, αστρονομία, να διδάξει πολιτισμό… Και έτσι έγινε.


*********************************




H Αστοχία



Τούτο το χώμα,
τις περισσότερες φορές ο εαυτός της
είναι ο χειρότερος εχθρός της.
Σαν αστοχία του φωτός
για τους ανθέλληνες, για τους απάτριδες
για τους δοσίλογους, για τους βολεύοντες
για τους κατέχοντες
για όλους εκείνους,
που δεν νιώθουνε Έλληνες, αλλά ελλαδίτες,
για όλους εκείνους,
που είναι εχθροί του λαού
εχθροί του Ελληνισμού
εχθροί του Θεού,
κι ας είναι τούτο το χώμα
το πρωτόγαλα της αρχικής πανθάλασσας
που εκ των υδάτων πρώτο ανεδύθη.

Κι έγινε βυζάστρα για όλους τους λαούς
κι έγινε φως γι’ αυτόν τον λαό,
κι έγινε μάνα γλυκιά για τους Έλληνες.

Και τούτο το χώμα είναι το πρώτο
Και τούτο το χώμα είναι ιερό
Και τούτο το χώμα είναι άγιο
Και τούτο το χώμα είναι φως
Και τούτο το χώμα είναι Ελληνικό
Και τούτο το χώμα, είναι ευλογημένο.


Μα τούτο το χώμα, είναι και καταδικασμένο
και πάντοτε θα χρειάζεται Αισχύλους.
Από την πρώτη ώρα
ως την τελευταία και τα πάντα να φωνάζουν…

«Ίτε παίδες Ελλήνων,
Νυν υπέρ πάντων αγών»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου