2 - ΑΣ ΠΟΙΗΣΟΥΜΕ





ποίηση σε όλες τις στιχουργικές μορφές

ΜΟΝΟΣΤΙΧΑ

Γεννήθηκες εκούσια, με την ψυχή σου πλούσια.

Παίζουν το κύμα κι η αλμύρα, κι εσύ με τη δική σου μοίρα.


ΔΙΣΤΙΧΑ


Θυσία

Πάρε τ’ αστέρια αγκαλιά, με χίλιους δύο τρόπους
κι άσε στη γη τη ζεστασιά, και φως για τους ανθρώπους.


Κέρδος

Βλέπεις τις πέτρες που πετούν, σα να πετούνε άστρα        
κτίσε όσο μπορείς μ’ αυτές, τα πιο ψηλά τα κάστρα.




ΤΕΡΤΣΙΝΑ

Καλή σπορά

ενδεκασύλλαβη


Σε μιαv αυλή, οι ελπίδες μας λεφούσια            
μαζεύτηκαν στου φεγγαριού το χρώμα
και φόρεσαν αστέρια για φουρούσια.

Πολλά φιλιά, μαζεύτηκαν ακόμα
κι ο ουρανός απλά κοιτούσε νέτος
κι είχαν και της άνοιξης το χρώμα.

Καλή σπορά να έχουμε κι εφέτος
και τους καρπούς, οι αγάπες ν’ αερίσουν
κι ας ξεκινήσει ένα νέο έπος.

Κι αν έρθει καλοκαίρι να θερίσουν
παιδιά όμως να θερίσουν τους καρπούς
κι αγιόκλημα μονάχα να μυρίζουν.



ΤΡΙΟΛΕΤΟ

Γλυκό ψωμί


Πάρε δυο στάχια και φύτεψε στο χώμα
γλυκό ψωμί να βγει για τα παιδιά
να γίνουν ψίχουλα και για τα πουλιά
πάρε δυο στάχια και φύτεψε στο χώμα.

Οι κυράδες να ζυμώνουν στην ποδιά
να ‘ναι η γεύση του πιο γλυκιά ακόμα
πάρε δυο στάχια και φύτεψε στο χώμα
γλυκό ψωμί να βγει για τα παιδιά.




ΧΑΪΚΟΥ

                                                                      
Ξύπνησε ο γαρμπής
και τρόμαξε ο σιρόκος
κι άντε να τον βρεις .

Κοιτάς τα χιόνια
να δεις τάχα πως λιώνουν
να δεις τα χρόνια.

Αραξοβόλι
ψάχνουνε οι αγγέλοι
μα κι οι διαβόλοι.



ΣΟΝΕΤΟ

Κατά τον Πουνέντε

                 
Πάλι χαράματα, μας βρίσκει η ώρα πέντε
πάλι δεν βρέθηκε, στη ρότα μας λιμιώνας
παγώσαν τα όνειρα, λες κι ήρθε ο χειμώνας
τα πήραν οι αέρηδες, κατά τον Πουνέντε.

Πάλι κρατήσαμε, το δάκρυ παρά πέντε
ξανάδαμε  το γαλανό, να γίνεται αχυρώνας
χάθηκε στο αλμυρό, χρώμα της ανεμώνας
χαμένος κι ο Αυγερινός, φεγγάρια δεκαπέντε.

Δεν είδαμε ποτέ χαρά, μες  τη δική μας ρότα
των αστεριών δεν ξέραμε, ποιο είναι τ’ ανοιχτάρι
κι έτσι αλμύρα και αφροί, κλέβαν τα φυλλοκάρδια.

Κι είχαμε βάλει στον αφρό, τα όνειρα μας πρώτα
και τα στολίζαμε να δεις, με φως απ’ το φεγγάρι
μα ότι είχαμε το χάσαμε, μες τη δική μας βάρδια.


ΜΠΑΛΑΝΤΑ

Η μπαλάντα του μικρού Θεού

ενδεκασύλλαβη
                   

Κι αν κάνεις αρμαθιά χίλια φεγγάρια      
κι αν προσπαθήσεις να μάσεις γαλανό,      
ν’ αφήσεις κάπου τα δικά σου χνάρια       
στου θανάτου λίγο φως τον πηγαιμό       
τη θηλεία να χαλαρώσει στο λαιμό,             
τι κρίμα, δεν μπορείς να μάσεις άστρα      
δεν ξεχωρίζεις απ’ το άσπρο το λευκό      
στο χώμα εσύ, και πιο ψηλά τα άστρα.     

Κι αν μάσεις κύματα μες τα πιθάρια
και τα σμιλέψεις με γάργαρο νερό
κι αν βάλεις βασιλιάδες σε αμπάρια
θα δεις η μοίρα πως πάει στο κενό
απ΄ την ίδια θύρα πάνε στο Θεό
πως όλοι πάνε και στην ίδια γάστρα
τον σπινθήρα έχασες τον Θεϊκό
στο χώμα εσύ, και πιο ψηλά τα άστρα.

Κι αν πάρεις απ’ την άνοιξη  στιχάρια
κι αν προσπαθήσεις να μάσεις ουρανό
χίλια τραγούδια και να πεις καθάρια
θα δεις στο τέλος πως χάνεις την οδό
κι απ’ τις φωλιές ξεχνάς τον αριθμό
κι ότι η ζωή απλά είναι ξελογιάστρα
κι έχει ετοιμάσει για σένα επωδό
στο χώμα εσύ, και πιο ψηλά τα άστρα.

Ήθελες Θεός να γίνεις στο κενό
κι εκεί ψηλά να κάνει συ χαλάστρα
μάθε όμως πρώτα και τι θα πει καλό
στο χώμα εσύ, και πιο ψηλά τα άστρα.



ΠΑΝΤΟΥΜ                                          

Η κατάρα της γραφής



Ποιος φώναξε πως είμαι ποιητής  
πως έμαθα του Θεού τα θέλω,
πως έπαψα να είμαι μαθητής
πως του Θεού, κρατάω το πινέλο.

Πως έμαθα του θεού τα θέλω
πώς ήθελε τον κόσμο στην αρχή
πως  του Θεού, κρατάω το πινέλο
κι έχω το πρώτο φως απ’ το κερί.

Πώς ήθελε τον κόσμο στην αρχή
πως ήτανε το πρώτο όνειρο του
κι έχω το πρώτο φως απ’ το κερί
κάποιος το φώναξε στον πυρετό του.

Πως ήτανε το πρώτο όνειρο του
και πως εγώ, βρήκα το μυστικό,
κάποιος το φώναξε στον πυρετό του
κι είπε πως είναι, εμπιστευτικό.

Και πως εγώ, βρήκα το μυστικό,
και έφυγε η κατάρα της γραφής
κι είπε πως είναι, εμπιστευτικό.
ποιος φώναξε πως είμαι ποιητής.


ΡΟΝΤΕΛΟ

Ξόβεργες



Πάρε δυο ξόβεργες και όνειρα να πιάσουμε
και οι ελπίδες μας ας στήσουνε καρτέρι
έλα που φέγγει, ακόμα το αστέρι
πριν έρθει η νύχτα, περάσουν και τα χάσουμε.
Θα ‘ναι μεγάλα, μπορεί ποιος να το ξέρει
πάρε δυο ξόβεργες και όνειρα να πιάσουμε
και οι ελπίδες μας ας στήσουνε καρτέρι.
Ως το φεγγάρι, με όνειρα θα φτάσουμε
θα τραγουδάει, μαζί μας το νυχτέρι
θα στείλει στ’ άστρα, χαρούμενο χαμπέρι
θα ‘ρθουν παιδιά, μαζί να το γιορτάσουμε,
πάρε δυο ξόβεργες και όνειρα να πιάσουμε.



ΟΚΤΑΒΑ

Τροχαϊκό  οκτασύλλαβο
                                                                          
Σαν κρυφτείς σε γη ανήλια
και τ’ απόσκια ψάχνουν χάδι
σαν χαθούν όλα τα δείλια
και βαθύ θα βγεi σκοτάδι,
τότε λόγο πες με χείλια
βρες απ’ την ψυχή σου λάδι
και θυμήσου, αν θυμάσαι
ποιος να ήσουν, κι αν φοβάσαι.
 
Κι αν οι μνήμες δεν σ’ αφήνουν
και σε πυρετό σε βάλουν
και το χθες ακόμη σβήνουν
κι όλο το κακό σου βγάλουν,
τότε κάρβουνο θα γίνουν
οι ψυχές κι αυτοί θα ψάλουν,
τότε γιέ μου οι διαβόλοι,
σ’ έχουνε σε περιβόλι.




ΒΙΛΑΝΕΛΑ             

Δεν μιλήσαμε ποτέ μας με Θεό

                
Κι αν ξενυχτήσαμε στ’ απέραντο κενό
χρόνια αν κοιτούσαμε συνεχώς τ’ αστέρια
δεν μιλήσαμε ποτέ μας με Θεό
χάδια δεν βρήκαμε λευκά από περιστέρια.

Κι ας τ’ όνειρο μας ήτανε θαμπό
κι αν ξενυχτήσαμε στ’ απέραντο κενό
ποτέ δεν πιάσαμε μια ευχή στα χέρια.

Τα όνειρά μας κόψανε μαχαίρια
δεν μιλήσαμε ποτέ μας με Θεό
δεν βρήκαν οι καρδιές μας καλοκαίρια.

Κι αν μας χτυπούσαν συνεχώς τ’ αγέρια
κι αν ξενυχτήσαμε στ’ απέραντο κενό
δεν μιλήσαμε ποτέ μας με Θεό.



Ρουμπάϊ  ή  Ρουμπαγιάτ

Ένα δειλινό

Ένα δειλινό, σαν κρυφός αποσπερίτης
είπα να γενώ, του κόσμου ενορίτης
κάπου να χαθώ, σε κορφή απ’ άγιο όρος
να γίνω μυστικό, σαν κάποιος Αγιορείτης.
                                                  
Κάποια Κυριακή, σαν κερί απ’ άγιο τάμα
είπα να καώ, να γενεί το θάμα
μπρος στην εκκλησιά, σαν ευχή να λιώσω
δάκρυ να γενώ, από άγιο κλάμα.

Κάποια προσευχή, ενός παιδιού να γίνω
σαν έρθει το πρωί, όνειρα να δίνω
κάπου εκεί στο μπλε, να ‘βρω κάποια θέση
ένα δειλινό, στον ουρανό να μείνω.



ΩΔΗ         

Ωδή στους μεγάλους άνδρες


                
Οι μεγάλοι άνδρες,
δεν έχουν ανάγκη τ’  αγάλματα γιατί είναι,
πιο ψηλά κι από τα σπίτια.
Δεν έχουν ανάγκη τα ψηλά τα δέντρα γιατί είναι,
πιο ψηλά κι απ’ τις κορφές τους.
Δεν έχουν ανάγκη τα ψηλά βουνά γιατί είναι,
πιο πάνω κι απ’ τα σύννεφα.
Δεν έχουν ανάγκη τα μεγάλα λόγια γιατί είναι,
πιο πάνω κι απ’ το λόγο.
Δεν έχουν ανάγκη απ’ τη λάμψη γιατί ήδη,
σαν άστρα λάμπουν περισσότερο.
Δεν έχουν ανάγκη τα φτερά των αετών γιατί,
γιατί πετούνε ψηλότερα.
Δεν έχουν ανάγκη την αναγνώριση από το σύμπαν γιατί,
γιατί τους γνώριζε από την αρχή.
Δεν τους πειράζει αν δεν τους θυμούνται οι άνθρωποι γιατί,
γιατί τους θυμάται ο θεός.
Δεν φοβούνται τον θάνατο γιατί,
γιατί είναι αθάνατοι.

Οι μεγάλοι άνδρες…
το μόνο που έχουν ανάγκη,
είναι ότι θα ήθελαν να φαίνονται,
λίγο πιο μικροί.



ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ


Ένας αητός

Πέστε φεγγάρια χάμω
δέντρα ψηλά, φτάστε στις ρίζες
βουνά,
χαμηλώστε να φανεί
εδώ…
κοιμάται ένας αητός.

Εκείνες οι λέξεις                          

Πόσα δάκρυα ν’ αφήσω σ’ αυτό το μικρό κομμάτι γης,
για να μην στεγνώσει ποτέ και το πάρει η λησμονιά.
Ν’ αυγάζει ετούτη η αυλή να ‘ναι γεμάτη με ριπίδια.
Να ροδαμίσει και να θυμίζει αιώνια εκείνες τις λέξεις
που μ’ έφεραν εδώ να το ποτίσω.
Αγάπη.
Ειρήνη.
Θυσία.





ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ

Μηδέν άγαν

Τίποτε υπέρμετρο.  Ρήση του Μαντείου των Δελφών



Μοίρασε στη μέση δυο δραχμές αν έχεις
ήθελαν κι άλλοι να ‘χουνε  γιορτή
δεν φτάνει μόνο εσένα να προσέχεις
έχουν και άλλοι ίδια την ψυχή.

Ν’ αγαπάς, τον ήλιο όσο πρέπει
αγάπα το Θεός όσο μπορείς
γίνε αγάπη, όσο στο επιτρέπει
αγάπη έχεις, όταν δεν προσμονείς.

Να θυμάσαι, κι ότι πάντα είναι νωρίς.




ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ

Αιμάτινο κρασί


               
Αργά ήταν όταν χτύπησαν οι καμπάνες
βαρύ το ξύπνημα τ’ αηδονιού μα και της πέτρας,
για δες τι κάνει ενός θανάτου μήνυμα
διαβόλου πανηγύρι, κρυμμένο μίσος στα μέρη μιας φαρέτρας

Έχουν κι απόψε πάλι χορό τ’ απόσκια
ζωές στον πάνω δρόμο του φεγγαριού και του αγέρα,
ήπιαν αιμάτινο κρασί απ’ τα φιλιατρά
θάνατος μύριζε, διαβόλου ήχος σαν από θάνατου φλογέρα.

Ικέτεψα τον ουρανό να δώσει χάρη
και τ’ άστρα να κάνουν πίσω, για κείνες τις ψυχές,
λίγες στιγμές ακόμη, ας τους χαρίσει το φεγγάρι
μάνα τους περιμένει, ανήμερα του χθες.




TAΝΓΚO
         

Εσύ κι εγώ


                
Μίλα σιγά, αν μου μιλάς  γι΄ αγάπη
να μην ξυπνήσουν πάλι τα πουλιά
να μην ζηλέψουνε πάλι τ’ αστέρια
κι απ’ το γαλάζιο θέλουνε φιλιά.

Εσύ κι εγώ, εγώ κι εσύ
μοιάζουμε κύματα και θάλασσα χρυσή
μοιάζουμε άστρα στο γιαλό ζωγραφισμένα
σαν από κείνα τα παιδιά που έχουν κτισμένα
εσύ κι εγώ, εγώ κι εσύ
μοιάζουμε να ‘μαστε ολόκληρη η ζωή.

Μίλα σιγά, αν μου μιλάς γι’ αγάπη
να μην ακούσουν πάλι τι θα πεις
η άνοιξη μαζί με τους χειμώνες
θα ‘χουνε αύριο μέρα γιορτής.



ΡΕΝΓΚE

Πάμε αλλού


Πάρε τον ήλιο αγκαλιά
                και πάμε αλλού με δυο φιλιά,
πάρε το κύμα του γιαλού
                και πάμε αλλού, και πάμε αλλού.

Ο κόσμος αυτός πια εμάς δεν μας χωράει
όπου κι αν κοιτάξουμε και κάποιος πονάει
έχω τόσα χρόνια να δω, παιδί να γελάει
πάμε αλλού πάμε αλλού,
ο κόσμος αυτός πια μου φαίνεται ξένος
γέμισε βρομιάρηδες κι είναι  σιχαμένος
πάμε να φτιάξουμε άλλον κι επομένως
πάμε αλλού πάμε αλλού.

Πάρε δυο κύματα γλυκά
              και πάμε αλλού με στ’ ανοιχτά,
πάρε τα όνειρα του νου
και πάμε αλλού, και πάμε αλλού.



Διονυσιακή Σάτιρα

Κάποτε στις Θερμοπύλες

δεκαπεντασύλλαβο
                


Ένα μέρος αν θυμάμαι, το λέγαν  Θερμοπύλες
και καλά αν ξαναθυμάμαι, ήταν μέρος παγίδας
μα για κάποιους με ψυχή, του παράδεισου οι πύλες
καλά αν θυμάμαι πάλι, ήταν κι ένας Λεωνίδας.

Ναι μωρέ ήταν αυτοί, που ‘τανε μόνο τρακόσοι
και πήγαν λέει το αίμα τους, για Έλληνες να δώσουν
ενώ υπήρχανε χιλιάδες, πίσω άλλοι τόσοι
κι εκείνοι θα μπορούσανε, εύκολα να προδώσουν.

Αχ φίλε μου καλέ, ο αριθμός δεν είν’ τυχαίος
κι ούτε υπάρχουνε αν θες, στους αριθμούς συμπτώσεις
αυτός ο αριθμός να ξέρεις, ήτανε μοιραίος
να δούμε ποιοι αξίζουνε, και ποιοι κάνουν εκπτώσεις.

Μάθε λοιπόν υπάρχουνε, λουλούδια και λουλούδια
να ‘ναι καλά ο κύριος, όλα μας  τα ‘χει δώσει
ακόμη υπάρχουν στη ζωή, τραγούδια και τραγούδια
και δυστυχώς υπάρχουνε, τρακόσοι και τρακόσοι.




Mαντινάδες

δεκαπεντασύλλαβες


Οι μικρόψυχοι

Άκου μα θες πως φαίνεται, μικρόψυχος στα μέρη
τις περισσότερες φορές, κι εκείνος δεν το ξέρει,
δεν είναι αυτά που βιάζεται, τώρα για να προκάμει
μα κείνα τα πολύ μικρά, που ο εγωισμός δεν κάμει.


Στόχος

Θυμήσου την περπατησιά, ξένου να μην επάρεις
μα τα δικά σου βήματα, κοίτα να κουμαντάρεις,
και μονοπάτι αν θες να βρεις, μην χάνεις τον καιρό σου
ξεκίνα ένα απ’ την αρχή, και χάραξε δικό σου.



Ελεύθερο

Πρόχειρα όνειρα


Πρόχειρα όνειρα,
σκορπισμένα σαν χαλασμένο υφαντό δίπλα,
σ’ έναν παλιό αργαλειό.
Πώς να υφάνεις ομορφιά, πως αγάπη να υφάνεις
που το στημόνι,
στο πέρασμα του χρόνου ξέφτισε
και δεν υπάρχουν πια, εκείνες οι κυράδες….
Μια υφάντρα, μια μαΐστρα,
ν’ αρπάξει τη σαΐτα και μέσα απ’ το υφάδι
και μ’ ένα χτύπημα χτενιού, να δώσει μια ελπίδα.
Πρόχειρα όνειρα,
σε ξεβαμμένη κουρελού, σε μια λινάτσα.
Κάποιος μας παίζει….
και σαν την Πηνελόπη, ότι μας δίνει το πρωί,
σαν κοιμηθούμε μας το παίρνει.
Έργανη Αθηνά,
προστάτιδα των υφαντών μα, χάθηκες κι εσύ.
Τώρα, με μία ρόκα,
πώς να κεντήσω πια φιλιά
πώς να μυρίσω γιασεμιά και πώς,
πως να πω στον ουρανό,
ν’ αλλάξει νήμα,
πως;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου